H κοινοποιηση της διοικητικης πραξης στον διοικουμενο ως η εκκινηση της προθεσμιας για την ασκηση προσφυγης
του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Σύμφωνα με το άρθρο 146 παρ.3 του
Συντάγματος, η προσφυγή πρέπει να ασκείται εντός εβδομήντα πέντε (75) ημερών
από την ημέρα της δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης ή, σε
περίπτωση μη δημοσίευσης ή παράλειψης, από την ημέρα κατά την οποία η πράξη
ή παράλειψη περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος.
Η δεύτερη περίπτωση, κατά την οποία δεν
απαιτείται η δημοσίευση της προσβαλλόμενης πράξης ή παράλειψης, εισάγει ως
κρίσιμο, για την έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών, το γεγονός της λήψης
γνώσης από τον προσφεύγοντα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η Διοίκηση
ενημερώνει τον διοικούμενο μέσω ταχυδρομικών επιστολών και εφόσον αυτές
περιέχουν διοικητική πράξη εκτελεστή , η πραγματική λήψη γνώσης ή μη μπορεί να
αποτελέσει δυσαπόδεικτο ζήτημα αναφορικά με το παραδεκτό ή μη της προσφυγής.
Η προθεσμία που τάσσεται από το άρθρο 146.3
του Συντάγματος είναι ανατρεπτική επομένως η μη καταχώρηση της προσφυγής εντός
της προθεσμίας των 75 ημερών, οδηγεί σε απόρριψη της ως απαράδεκτης.
Όταν δεν προβλέπεται η δημοσίευση της
πράξης, η προθεσμία αρχίζει να μετρά από το χρονικό σημείο που ο προσφεύγων
έλαβε πλήρη γνώση αυτής, κατά τρόπο που επιτρέπει στον ίδιο να διαγνώσει με
βεβαιότητα την ακρίβεια της υλικής ή ηθικής ζημίας που του προκαλείται[1] .
Βάσει του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας
Νόμου, αλλά και της διαμορφωθείσας νομολογίας, δημιουργήθηκε ένα τεκμήριο
αποστολής, αλλά και παραλαβής επιστολών που αποστέλλονται με σύνηθες
ταχυδρομείο, χωρίς την αναγκαιότητα αποστολής τους ως συστημένων[2].
Σύμφωνα με τον παραπάνω Νόμο, ο όρος
“επίδοση με ταχυδρομείο” ερμηνεύεται ως εξής: όταν Νόμος ή δημόσιο έγγραφο
επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν
χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση “δοθεί” ή “αποσταλεί” ή
οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα
λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση
επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι
επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη
συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου.
Όπως έχει κριθεί, δημιουργείται μαχητό
τεκμήριο παράδοσης μίας επιστολής, εντός ευλόγου χρόνου, ήτοι εντός κάποιων
ημερών, (σύμφωνα με τη νομολογία 3 ημέρες) προς το πρόσωπο στο οποίο
απευθύνεται, εάν η επιστολή ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση και δεν έχει
επιστραφεί[3] .
Το βάρος της απόδειξης για το πότε λήφθηκε
γνώση της πράξης το έχει ο διάδικος που επικαλείται ότι η προσφυγή ασκήθηκε
εκπρόθεσμα και σε περίπτωση αμφιβολίας το Δικαστήριο κλίνει προς όφελος του
αιτητή[4].
Η θέση αυτή είναι ορθή καθώς δεν πρέπει να
μετακυλίεται η ευθύνη της Διοίκησης να ενημερώσει τον διοικούμενο, στον
τελευταίο και ούτε είναι δίκαιο να επωμίζεται αυτός τις ευθύνες τρίτων, όπως εν
προκειμένω της ταχυδρομικής υπηρεσίας, για την μη προσήκουσα αποστολή ή/και
παραλαβή της επιστολής. Είναι άλλωστε σύνηθες, με βάση την πρακτική των
ταχυδρομείων, μια επιστολή να παραλαμβάνεται με καθυστέρηση που υπερβαίνει τις
3 ημέρες από την ημερομηνία ταχυδρόμησής της.
Έχει κριθεί περαιτέρω ότι για τον
υπολογισμό της προθεσμίας δεν υπολογίζεται η μέρα της γνώσης της πράξης,
υπολογίζεται όμως η μέρα της καταχώρισης της προσφυγής.[5]
Η γνώση της μη δημοσιευτέας διοικητικής
πράξης από τον διοικούμενο μπορεί να μην έχει συστατικό χαρακτήρα, αποτελεί
ωστόσο καθοριστικό γεγονός για την έναρξη της ουσιαστικής ισχύος της, καθώς
μόνο με αυτή, η πράξη παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. Είναι ρητή άλλωστε η
διατύπωση του άρθρου 4 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου
του 1999 : “Η ουσιαστική ισχύς μιας διοικητικής πράξης αρχίζει από την ημέρα
που η δήλωση της βούλησης του διοικητικού οργάνου κοινοποιείται στον
ενδιαφερόμενο”.
Όπως επίσης έχει κριθεί από το Συμβούλιο
της Επικρατείας στην Ελλάδα, η διοικητική πράξη είναι δήλωση βούλησης του
αρμοδίου οργάνου, με αποτέλεσμα μόνον η έγγραφη διατύπωση της βούλησης και η
υπογραφή της να μη συνιστά πράξη εν όσω η βούληση δεν έχει, κατά κάποιο τρόπο,
εξωτερικευθεί σ’ αυτούς τους οποίους απευθύνεται, στερούμενη άλλως της
ικανότητας παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων[6].
Ενόψει των παραπάνω η απόρριψη προσφυγής
του διοικούμενου λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισης θα πρέπει να γίνεται σε
περιπτώσεις που ο διοικούμενος έχει υπερβεί κατά πολύ τη νόμιμη προθεσμία των
75 ημερών, έχοντας επιδείξει ουσιαστικά αδράνεια και αδιαφορία για την
άσκηση του δικαιώματός του, ενώ παράλληλα η Διοίκηση οφείλει να εξασφαλίζει την
προσήκουσα αποστολή και παραλαβή από τον διοικούμενο επιστολών που αποτελούν
εκτελεστές (άρα) και προσβλητές διοικητικές πράξεις ώστε να προκύπτει με
ασφάλεια η χρονική εκκίνηση της 75ήμερης προθεσμίας.
—————————————-
—————————————-
[1] Φιλίππου
ν. Α.Η.Κ. (2006) 3 Α.Α.Δ. 729
[2] Κουγιαλή
κατά Υπ.Εργασίας & Κοιν.Ασφαλίσεων (2019) Διοικ.Δικαστήριο
[3] Theodorou
v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R. 9
[4] Ποταμίτη
κατά Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσου, ΑΑΔ, 1990
[5] Βλ.
μεταξύ άλλων, Kritiotis v. Municipality of Paphos and Another (1986)
3(A) C.L.R. 322, σελ. 326-328
[6] Ευγ.Πρεβεδούρου
-Κοινοποίηση ατομικής διοικητικής πράξης (άρθρο 19 ΚΔΔιαδ. Γενικό διοικητικό
δίκαιο, 2-12-2015) από prevedourou.gr
Σχόλια