Κράτηση αιτούντος άσυλο και θεμελιώδη δικαιώματα (Απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου)

της Έφης Θωμά, Δικηγόρου LL.M. MES

Με μια σημαντική απόφαση της μείζονος σύνθεσης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη συμβατότητα της παρ. 3 του άρθρου 8 («Κράτηση») της Οδηγίας 2013/33/EE«Απαιτήσεις για υποδοχή αιτούντων διεθνή προστασία», με θεμελιώδες αρχές και δικαιώματα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Δυνάμει της παρ. 3 του άρθρου 8 της Οδηγίας 2013/33/EE: «Ο αιτών μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση μόνο: α) προκειμένου να διαπιστωθεί ή να επαληθευτεί
η ταυτότητα ή η υπηκοότητά του, β) προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτούντος, γ) για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος, δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή και/ή να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος είναι σε θέση να τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο ασκεί αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης, στ) σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα. Οι λόγοι κράτησης προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο».
Το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε κυρίως την συμβατότητα της άνω διάταξης με το άρθρο 6 («Δικαίωμα στην Ελευθερία και την Ασφάλεια») του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζει ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια» και του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που αφορά στο Δικαίωμα στην Προσωπική Ελευθερία και Ασφάλεια, αφήνοντας ανοικτά ερωτήματα για την κράτηση των αιτούντων άσυλο.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
Στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο προσφεύγων (J.N.) εισήλθε στις Κάτω Χώρες το 1995 και υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση για άσυλο, η οποία απορρίφθηκε το 1996. Στην συνέχεια, υπέβαλε άλλες δύο αιτήσεις για άσυλο, εκ των οποίων η τελευταία απορρίφθηκε τον Ιανουάριο του 2014. Ο άμεσος επαναπατρισμός απαγγέλθηκε με ανέκκλητη απόφαση, συνοδευόμενη από εξάμηνη απαγόρευση εισόδου. Από το 1999 έως το 2015 ο J.N. καταδικάστηκε 21 φορές σε ποινές προστίμου και φυλάκισης, κυρίως λόγω κλοπών. Τον Ιανουάριο 2015 ο J.N. συνελήφθη εκ νέου για κλοπή και παραβίαση της απαγόρευσης εισόδου και καταδικάστηκε σε δύο μήνες φυλάκιση. Κατά τη διάρκεια εκτίσεως της εν λόγω ποινής, υπέβαλε τέταρτο αίτημα για χορήγηση ασύλου. Την ημέρα της λήξης της ποινής του, του επιβλήθηκε κράτηση προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα του για χορήγηση ασύλου.
Τον Απρίλιο του 2015 αφέθηκε ελεύθερος λόγω κινδύνου υπέρβασης του χρονικού ορίου κράτησης, σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο. Τον Ιούνιο του 2015, ο J.N. συνελήφθη για άλλη μια φορά για κλοπή και παραβίαση της απαγόρευσης εισόδου στη χώρα. Για τα δύο αυτά αδικήματα καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών μηνών. Με τη λήξη της ποινής, κρατήθηκε εκ νέου ως αιτών άσυλο. Σύμφωνα με τις ολλανδικές αρχές, η κράτηση αυτή ήταν δικαιολογημένη για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Τον Οκτώβριο του 2015, η κράτηση του J.N. αναβλήθηκε για να εκτίσει ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί.
Το εθνικό (ολλανδικό) δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει την ισχύ του άρθρου 8 παρ. 3 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ σε σχέση με το άρθρο 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εγγυάται δικαιώματα που αντιστοιχούν σε αυτά που ορίζονται στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο αποφάσισε την αναβολή της λήψης απόφασης προκειμένου να θέσει ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ:
Το Δικαστήριο εξέτασε την συμβατότητα της επίδικης διάταξης της οδηγίας για την κράτηση, με το άρθρο 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφού επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για έναν περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας που ορίζει το άρθρο 6 του Χάρτη, το δικαστήριο εστίασε στο ερώτημα της αιτιολόγησης.
Βάσει της δικαιολόγησης της επίδικης διάταξης, το δικαστήριο συνάγει ότι το μέτρο της κράτησης που ορίζεται στην οδηγία συνάδει αποτελεσματικά με σκοπό δημοσίου συμφέροντος που αναγνωρίζεται στην Ένωση. Η προστασία της εθνικής ασφάλειας και η δημόσια τάξη συμβάλλουν ισάξια στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ατόμου.
Ο κανόνας της αναλογικότητας της διάταξης της οδηγίας εξετάστηκε από το ΔΕΕ ως προς την καταλληλότητα, την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα υπό στενή έννοια. Ως προς την καταλληλότητα της επίδικης διάταξης, το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέτρο της κράτησης ενός αιτούντος ασύλου αποτελεί ένα κατάλληλο μέτρο για την προστασία της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας από τον κίνδυνο που ενδέχεται να προκαλέσει η συμπεριφορά αυτού του ατόμου. Ως προς την αναγκαιότητα της διάταξης, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κάθε κράτος μέλος οφείλει να ενσωματώσει την οδηγία με εθνικό νόμο όπου οφείλει να ερμηνεύσει την επίδικη διάταξη σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα και άλλες γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ, κυρίως ως προς τη διάρκεια της κράτησης.
Τέλος, το Δικαστήριο επικαλείται το διεθνές πλαίσιο ήτοι τα κίνητρα για την θέσπιση του μέτρου της κράτησης, όπως προτάθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2008, που έλαβαν υπ’ όψιν τις κατευθυντήριες αρχές της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες, ως προς τα κριτήρια και τους εφαρμοστέους κανόνες που αφορούν στην κράτηση των αιτούντων ασύλου.  Η αναλογικότητα υπό στενή έννοια συνίσταται στο ότι οι εθνικές αρχές οφείλουν πάντα να ελέγχουν εάν ο κίνδυνος για διατάραξη της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης από τους αιτούντες άσυλο, είναι ανάλογος ως προς την σπουδαιότητα της λήψης μέτρων κατά της ελευθερίας αυτών των ατόμων.
Το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος προσβολή της «δημόσιας τάξης» συνίσταται σε ύπαρξη εξωτερικής ανησυχίας για την κοινωνική ισορροπία όπως είναι η παράβαση του νόμου, ή σε απειλή που είναι πραγματική, παρούσα και επαρκώς σοβαρή και επηρεάζει ένα θεμελιώδες κοινωνικό αγαθό. (C-554/13, C-373/13). Ως προς την έννοια της «εθνικής ασφάλειας» το Δικαστήριο έκρινε ότι η έννοια αυτή καλύπτει την εσωτερική ασφάλεια ενός Κράτους μέλους καθώς και την εξωτερική του ασφάλεια, τη λειτουργία των δημοσίων οργάνων και υπηρεσιών του καθώς και τον κίνδυνο σοβαρής διατάραξης των εξωτερικών του σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών (C-145/09).
Συμπερασματικά, ο νομοθέτης της ΕΕ, υιοθετώντας το άρθρο 8 παρ. 3 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ σεβάστηκε την ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα της ελευθερίας του αιτούντος άσυλο και της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης.
Το Δικαστήριο της ΕΕ δέχθηκε στην υπόθεση του J.N. ότι η επίδικη διάταξη της οδηγίας συμβαδίζει με την το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, αναφορικά με την κράτηση ατόμου εναντίον του οποίου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως, καθώς και με τα άρθρα 6 και 52 (παρ. 1 & 3) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Παραίτηση από το δικόγραφο με την Προσθήκη-Αντίκρουση

Αθώωση για πλαστογραφία εγγράφων. Προσφορότητα εγγράφου για παραγωγή εννόμων συνεπειών

Ηθική βλάβη του εργαζόμενου με προσβολή της προσωπικότητάς του από τον εργοδότη

Το νέο άρθρο 237 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: Ανατροπή στην τακτική διαδικασία

Μισθώσεις: Η μονομερής εγκατάλειψη του μισθίου χωρίς καταγγελία και παράδοση των κλειδιών δεν επιφέρει λύση της μίσθωσης. Υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων έστω κι αν δεν γίνεται χρήση του μισθίου