Κατάσχεση στα χέρια τράπεζας. Ακυρότητα εκτέλεσης μετά την πάροδο ενός έτους από την επίδοση επιταγής. Aνάληψη του κατασχεμένου ποσού
Κατάσχεση στα χέρια τράπεζας. Ακυρότητα πράξης εκτέλεσης
μετά την πάροδο ενός έτους από την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση. Η προθεσμία
αυτή αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της επιταγής και αναστέλλεται για το
χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου. «Η κατάσχεση στα χέρια τράπεζας ως
τρίτης έχει ρυθμιστεί με τα άρθρα 87-94 ΝΔ της 17ης Ιουλίου/13ης Αυγούστου 1923
"περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών" του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ. 3 Εισ. Ν. ΚΠολΔ. Συμπληρωματικά
εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις του άρθρου 982 επ.
που ισχύουν άμεσα, όπου
υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρα 42 παρ. 3 και 53 παρ. 2 του ΝΔ του 1923.
Όταν υποβάλλεται καταφατική δήλωση η τράπεζα αποκτά δυνάμει του άρθρου 87 παρ.
1 του ΝΔ του 1923 τα δικαίωμα είτε να καταθέσει τα κατασχεθέντα δικαστικώς είτε
να ζητήσει από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την άρση της κατασχέσεως με ή χωρίς
εγγύηση.
Η ανάληψη από τον κατάσχοντα του ποσού που κατασχέθηκε
γίνεται κατά το άρθρο 88 του ΝΔ μόνο με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών. Οι
διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του ΝΔ έχουν διατηρηθεί σε ισχύ και δεν
καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ, που είναι νεότερο νομοθέτημα διότι οι
γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ, δεν μπορούν να καταργήσουν τις ειδικές του ΝΔ.
Όπου αυτό έχει συμβεί, ορίζεται ρητά είτε στο ΚΠολΔ, είτε στον Εισ.Ν. Κ.Πολ.Δ.
Η διάταξη του άρθρου 88 του ΝΔ δεν προσκρούει στο Σύνταγμα (αρχή της ισότητας)
και δεν εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση υπέρ της καθής, καθόσον επιτρέπονται
παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας, αρκεί να μη υπερβαίνουν ορισμένα ακραία
όρια σε κάθε περίπτωση αλλά και να δικαιολογούνται από ειδικούς λόγους όπως στη
συγκεκριμένη περίπτωση από λόγους προστασίας της καθής, που εξακολουθεί να είναι
κρατική επιχείρηση. Από τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 1, 88 παρ. 1 και 89
του ΝΔ 17 Ιουλίου 1923 προκύπτει ότι νομιμοποιείται να ζητήσει από το
δικαστήριο την ανάληψη που εις χείρας της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας ως
τρίτης κατασχεθέντα ποσού ο δυνάμει νομίμου τίτλου δικαιούχος της απαίτησης.
Αντικείμενο έρευνας στην ανοιγόμενη σχετική δίκη δεν μπορεί να αποτελέσει η
διάγνωση του δικαιώματος του αιτούντος, το οποίο έχει ήδη εξοπλισθεί με τίτλο
εκτελεστό, αλλά η τυχόν επιγενόμενη της κατασχέσεως απόσβεση της απαίτησης,
είτε το εκτελεστό του τίτλου κατά το χρόνο της επιβολής της κατασχέσεως εις
χείρας του τρίτου, προκειμένου δε ειδικότερα περί διαταγής πληρωμής το
Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει εάν κατά το χρόνο επιβολής της κατασχέσεως εις
χείρας, τρίτου έχει κατά τους όρους του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ διαταχθεί η
αναστολή εκτέλεσης αυτής μέχρις εκδόσεως απόφασης επί της τυχόν ασκηθείσης
ανακοπής (ΑΠ 490/2001).
Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ "όταν
περάσει έτος από την επίδοση της επιταγής, δεν μπορεί να γίνει καμία άλλη πράξη
εκτέλεσης που να βασίζεται επάνω σ' αυτήν". Κατά την έννοια της διάταξης
αυτής τίθεται ανώτατο όριο, μετά την πάροδο του οποίου αποκλείεται η
αναγκαστική εκτέλεση χωρίς την επίδοση νέας επιταγής. Δικαιολογητικός λόγος του
περιορισμού αυτού είναι η από την απραξία του επισπεύδοντος δημιουργούμενη στον
υπόχρεο εκτύπωση για την εγκατάλειψη της συνέχειας της εκτέλεσης.
Συνεπώς, η επίδοση της επιταγής, που αποτελεί την πρώτη
πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας, διατηρεί τις δικονομικές της συνέπειες για
ένα έτος και επομένως δεν είναι δυνατόν να γίνει πρώτη μετά την επιταγή πράξη
εκτελέσεως μετά την πάροδο του έτους, ενώ όταν μέσα στην προθεσμία αυτή (του
έτους) πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης συνεχίζεται η παραπέρα
πορεία της εκτέλεσης και πέρα από το έτος, χωρίς την ανάγκη κοινοποίησης νέας
επιταγής. Πράξη εκτέλεσης γενόμενη, μετά την πάροδο του έτους είναι άκυρη,
χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (άρθρ. 159 περίπτ. 1 ΚΠολΔ).
Συνακόλουθα η ανατροπή της κατάσχεσης συνεπάγεται επανάληψη της επιταγής που
κοινοποιήθηκε πριν από ένα έτος, καθόσον με την ανατροπή της παύει να αναδίδει
συνέπειες στο μέλλον, ενώ η επανάληψη της, προϋποθέσει επιταγή που μπορεί να
στηρίξει περαιτέρω πράξη εκτέλεσης (ΑΠ 1493/1991, ΑΠ 1373/1982). Η προθεσμία
αυτή αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της επιταγής (άρθρ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ)
και αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου αρθρ. 147
παρ. 7 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 564/1985)». [απόσπασμα από την απόφαση ΑΠ 1996/2014]
Σχόλια