Tο "δικαίωμα στη λήθη" και οι μηχανές αναζήτησης
του Γιώργου Καζολέα - 1/7/2013
Στην εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης το δίκαιο ακολουθεί πάντα ασθμαίνοντας τις κατακτήσεις της τεχνολογίας. Εκ φύσεως και εκ των πραγμάτων είναι αργό σε σύγκριση με την ταχύτητα του διαδικτύου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να παραμερισθεί ο ρόλος του.
Οι κανόνες προστασίας των δεδομένων αποτελούν την απάντηση του δικαίου απέναντι στο φρενήρη ρυθμό εξάπλωσης και διεύρυνσης των δυνατοτήτων και της μαζικής χρήσης του ίντερνετ. Η καταχώριση δεδομένων στις μηχανές αναζήτησης και η ψηφιακή αρχειοποίηση τους είναι η πρόκληση για τη θεσμοθέτηση κανόνων.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η υπόθεση C-131/12 Google Spain SL, Google Inc. κατά Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González που εξετάζεται αυτό το διάστημα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το ιστορικό, το 1998, μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας στην Ισπανία δημοσίευσε στην έντυπη έκδοσή της δύο ανακοινώσεις για πλειστηριασμούς ακινήτων κατόπιν κατάσχεσης που επιβλήθηκε λόγω κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών. Ως κύριος των ακινήτων κατονομαζόταν ορισμένο πρόσωπο. Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε αργότερα από τον εκδότη της και σε ηλεκτρονική μορφή με online πρόσβαση.
Το 2009, δηλαδή 11 χρόνια μετά, το πρόσωπο αυτό διαπίστωσε ότι όταν το όνομα και το επώνυμό του εισάγονταν στη μηχανή αναζήτησης της Google, εμφανιζόταν παραπομπή στην ιστοσελίδα της εφημερίδας που περιλάμβανε τις παραπάνω ανακοινώσεις, όπου φαινόταν ως οφειλέτης με την περιουσία του κατασχεμένη. Όμως η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί και διευθετηθεί και δεν δημιουργούσε πλέον κανένα ζήτημα.
Απευθυνόμενος στην αρχή προστασίας δεδομένων στην Ισπανία ο θιγόμενος κατάφερε να υποχρεωθούν τόσο η αμερικάνικη Google όσο και η ισπανική, να αποσύρουν το όνομά του από τις δυσφημιστικές καταχωρήσεις. Οι εταιρίες από την πλευρά τους αρνήθηκαν να το πράξουν και άσκησαν προσφυγές στο ανώτερο ισπανικό δικαστήριο, το οποίο και απηύθυνε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ευρωπαϊκό δικαστήριο. Η απάντηση εκκρεμεί.
Στις προτάσεις του για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ο αρμόδιος γενικός εισαγγελέας Jääskinen υπογραμμίζει ότι η εθνική αρχή προστασίας δεδομένων δεν μπορεί να απαιτεί από πάροχο υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο να αποσύρει πληροφορίες από το ευρετήριό του, πλην των περιπτώσεων στις οποίες ο εν λόγω πάροχος δεν έχει συμμορφωθεί προς τους κώδικες αποκλεισμού ή δεν έχει εκτελεστεί αίτημα ορισμένου ιστοτόπου για την ενημέρωση της κρυφής μνήμης.
Επιπλέον τονίζεται ότι η οδηγία δεν θεσπίζει γενικό «δικαίωμα στη λήθη». Επομένως, έναντι των παρόχων υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο δεν μπορεί να αντιτάσσεται τέτοιο δικαίωμα βάσει της οδηγίας 95/46, ακόμη και αν αυτή ερμηνευθεί σε αρμονία με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αντιθέτως, η επιβολή υποχρέωσης στους παρόχους μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο να διαγράφουν θεμιτό και νόμιμο περιεχόμενο το οποίο έχει νομίμως καταστεί ελεύθερα προσβάσιμο στο κοινό θα αποτελούσε επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης του εκδότη της ιστοσελίδας. Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με λογοκρισία εκ μέρους ιδιώτη του περιεχομένου που δημοσίευσε ο εκδότης στο Διαδίκτυο.
Με απλά λόγια λοιπόν ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Ακόμα κι αν κάποιος «καθαρίσει» το όνομά του, την τιμή του και την υπόληψή του, η μηχανή αναζήτησης θα γνωστοποιεί σε όσους δεν ξέρουν και θα θυμίζει σε όσους έχουν ξεχάσει, ακόμα κι όταν θα έχουν παρέλθει δεκαετίες. Όμως εδώ δεν είναι το σημείο που τραυματίζονται θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα; Εδώ δεν είναι το σημείο που πρέπει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης του εκδότη της ιστοσελίδας να αξιολογηθεί συγκριτικά ως υποδεέστερο; Άραγε εδώ δεν είναι τελικά το σημείο που το δίκαιο πρέπει να δώσει μια καθαρή απάντηση;
Στην εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης το δίκαιο ακολουθεί πάντα ασθμαίνοντας τις κατακτήσεις της τεχνολογίας. Εκ φύσεως και εκ των πραγμάτων είναι αργό σε σύγκριση με την ταχύτητα του διαδικτύου. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρέπει να παραμερισθεί ο ρόλος του.
Οι κανόνες προστασίας των δεδομένων αποτελούν την απάντηση του δικαίου απέναντι στο φρενήρη ρυθμό εξάπλωσης και διεύρυνσης των δυνατοτήτων και της μαζικής χρήσης του ίντερνετ. Η καταχώριση δεδομένων στις μηχανές αναζήτησης και η ψηφιακή αρχειοποίηση τους είναι η πρόκληση για τη θεσμοθέτηση κανόνων.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η υπόθεση C-131/12 Google Spain SL, Google Inc. κατά Agencia Española de Protección de Datos, Mario Costeja González που εξετάζεται αυτό το διάστημα από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το ιστορικό, το 1998, μια εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας στην Ισπανία δημοσίευσε στην έντυπη έκδοσή της δύο ανακοινώσεις για πλειστηριασμούς ακινήτων κατόπιν κατάσχεσης που επιβλήθηκε λόγω κοινωνικοασφαλιστικών οφειλών. Ως κύριος των ακινήτων κατονομαζόταν ορισμένο πρόσωπο. Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε αργότερα από τον εκδότη της και σε ηλεκτρονική μορφή με online πρόσβαση.
Το 2009, δηλαδή 11 χρόνια μετά, το πρόσωπο αυτό διαπίστωσε ότι όταν το όνομα και το επώνυμό του εισάγονταν στη μηχανή αναζήτησης της Google, εμφανιζόταν παραπομπή στην ιστοσελίδα της εφημερίδας που περιλάμβανε τις παραπάνω ανακοινώσεις, όπου φαινόταν ως οφειλέτης με την περιουσία του κατασχεμένη. Όμως η διαδικασία αυτή είχε ολοκληρωθεί και διευθετηθεί και δεν δημιουργούσε πλέον κανένα ζήτημα.
Απευθυνόμενος στην αρχή προστασίας δεδομένων στην Ισπανία ο θιγόμενος κατάφερε να υποχρεωθούν τόσο η αμερικάνικη Google όσο και η ισπανική, να αποσύρουν το όνομά του από τις δυσφημιστικές καταχωρήσεις. Οι εταιρίες από την πλευρά τους αρνήθηκαν να το πράξουν και άσκησαν προσφυγές στο ανώτερο ισπανικό δικαστήριο, το οποίο και απηύθυνε σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο ευρωπαϊκό δικαστήριο. Η απάντηση εκκρεμεί.
Στις προτάσεις του για τη συγκεκριμένη υπόθεση, ο αρμόδιος γενικός εισαγγελέας Jääskinen υπογραμμίζει ότι η εθνική αρχή προστασίας δεδομένων δεν μπορεί να απαιτεί από πάροχο υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο να αποσύρει πληροφορίες από το ευρετήριό του, πλην των περιπτώσεων στις οποίες ο εν λόγω πάροχος δεν έχει συμμορφωθεί προς τους κώδικες αποκλεισμού ή δεν έχει εκτελεστεί αίτημα ορισμένου ιστοτόπου για την ενημέρωση της κρυφής μνήμης.
Επιπλέον τονίζεται ότι η οδηγία δεν θεσπίζει γενικό «δικαίωμα στη λήθη». Επομένως, έναντι των παρόχων υπηρεσίας μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο δεν μπορεί να αντιτάσσεται τέτοιο δικαίωμα βάσει της οδηγίας 95/46, ακόμη και αν αυτή ερμηνευθεί σε αρμονία με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αντιθέτως, η επιβολή υποχρέωσης στους παρόχους μηχανής αναζήτησης στο Διαδίκτυο να διαγράφουν θεμιτό και νόμιμο περιεχόμενο το οποίο έχει νομίμως καταστεί ελεύθερα προσβάσιμο στο κοινό θα αποτελούσε επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης του εκδότη της ιστοσελίδας. Κατά την άποψη του γενικού εισαγγελέα, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με λογοκρισία εκ μέρους ιδιώτη του περιεχομένου που δημοσίευσε ο εκδότης στο Διαδίκτυο.
Με απλά λόγια λοιπόν ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Ακόμα κι αν κάποιος «καθαρίσει» το όνομά του, την τιμή του και την υπόληψή του, η μηχανή αναζήτησης θα γνωστοποιεί σε όσους δεν ξέρουν και θα θυμίζει σε όσους έχουν ξεχάσει, ακόμα κι όταν θα έχουν παρέλθει δεκαετίες. Όμως εδώ δεν είναι το σημείο που τραυματίζονται θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα; Εδώ δεν είναι το σημείο που πρέπει το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης του εκδότη της ιστοσελίδας να αξιολογηθεί συγκριτικά ως υποδεέστερο; Άραγε εδώ δεν είναι τελικά το σημείο που το δίκαιο πρέπει να δώσει μια καθαρή απάντηση;